σκεπαστήριος

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπαστήριος Medium diacritics: σκεπαστήριος Low diacritics: σκεπαστήριος Capitals: ΣΚΕΠΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: skepastḗrios Transliteration B: skepastērios Transliteration C: skepastirios Beta Code: skepasth/rios

English (LSJ)

α, ον, fitted for covering, defensive, δοραῖς χρῆσθαι σ. D.S.1.24; ὅπλον Id.5.18; τὰ σ. ὅπλα D.H.2.38,39; also τὰ σ. (without ὅπλα) Id.8.89; of a cloak, Ph.1.20; of a shield for the eyes, Herod.Med. ap. Orib. 10.8.5.

German (Pape)

[Seite 892] zum Bedecken, Verhüllen gehörig, bedeckend, verhüllend, Sp.; τὰ σκ., D. Sic. 1, 24.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à protéger, à défendre.
Étymologie: σκεπάζω.

Russian (Dvoretsky)

σκεπαστήριος: служащий для защиты, защитный, оборонительный (ὅπλον Diod.): σ. κινδύνων Diod. защищающий от опасностей.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπαστήριος: -α, -ον, κατάλληλος πρὸς σκέπασμα, πρὸς ὑπεράσπισιν, δοραῖς χρῆσθαι σκ. Διόδ. 1. 25· ὅπλον ὁ αὐτ. 5. 18· τὰ σκ. ὅπλα Διον. Ἁλ. 2. 38, 39· ὡσαύτως, τὸ σκεπαστήριον (ἄνευ τοῦ ὅπλον) ὁ αὐτ. 8. 89· ἐπὶ ἐπανωφορίου, Φίλων 1. 20.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ
1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ.
β. «ταῑς... δοραῖς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον
α) επενδύτης, πανωφόρι
β) ασπίδα για τα μάτια
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκεπαστήρια
τα αμυντικά όπλα
4. φρ. «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» — είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από τη γλώσσα τους για να επιτείνεται η αίσθηση της γεύσης, η περιγλωττίς (λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάζω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. θυσιαστήριος)].