σπυρθίζω
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
English (LSJ)
= πυδαρίζω, Ar.Fr.857; cf. σποδίζω III.
German (Pape)
[Seite 926] = πυδαρίζω, Ar. bei Phot., Hesych.
Russian (Dvoretsky)
σπυρθίζω: подпрыгивать, подскакивать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σπυρθίζω: πυδαρίζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 681. -Καθ’ Ἡσύχ. «σπᾶσθαι καὶ ἀγανακτεῖν. πυδαρίζειν. καὶ σφύζειν».
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «σπυρθίζειν
τὸ ἀνασκιρτᾶν, ἀπὸ τῶν ὄνων»
β) «σπᾶσθαι καὶ ἀγανακτεῖν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται στην οικογένεια του σπαίρω «σκιρτώ, σπαρταρώ» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνηεντισμό -υρ- (πρβλ. σπύραθος, σπυρίς, ἄγυρις) και δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (< IE -dh-, πρβλ. σπόρ-θ-υγγες, μόχ-θ-ος). Στη ν ίδια ρίζα με κάπως διαφορετική σημ. ανάγονται τα: αρχ. ινδ. spardhate «παλεύω, μάχομαι», αγγλοσαξ. spyrd «κούρσα, πίστα» (βλ. και λ. σπέρ-χ-ω)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: jump off, sprawl (of asses) (Ar. F r. 857); σπυρθίζειν σπᾶσθαι καὶ ἀγανακτεῖν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν H.,
Other forms: ἀνασκιρτῶ'.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Finally to σπαίρω a. cogn. with υ-vowel as representative of the zero grade and expressive θ-enlargement (s. on μόχθος). Forms from IE *sperdh- with similar meanings occur also in Indo-Iran. and German., e.g. Skt. spárdhate compete, dispute, spr̥dh- f. competition, dispute = Germ., e.g. Got. spaūrds f., OE spyrd m. running-match, course, also OWNo. sporđr m. tail of a fish, of a snake, a lizard ("the sprawling, the twitching one") etc; s. WP. 2, 675f. and Feist Vgl. Wb. s. spaúrds w. lit. (a. o. Persson Beitr. 2, 656f.).
Frisk Etymology German
σπυρθίζω: {spurthízō}
Grammar: v.
Meaning: ἀνασκιρτῶ, aufspringen, zappeln von Eseln (Ar. F r. 857); σπυρθίζειν· σπᾶσθαι καὶ ἀγανακτεῖν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν H.
Etymology: Letzten Endes zu σπαίρω u. Verw. mit υ-Vokal als Vertreter der Schwundstufe und expressiver θ-Erweiterung (s. zu μόχθος). Auf idg. sperdh- zurückgehende Bildungen in ähnlichen Bedd. kommen auch im Indoiran. und German. vor, z.B. aind. spárdhate wetteifern, kämpfen, spr̥dh- f. Wetteifer, Kampf = germ., z.B. got. spaúrds f., ags. spyrd m. Wettlauf, Rennbahn, auch awno. sporđr m. Schwanz eines Fisches, einer Schlange, einer Eidechse ("der Zappelnde, der Zuckende") u. a. m.; s. WP. 2, 675f. und Feist Vgl. Wb. s. spaúrds m. Lit. (u. a. Persson Beitr. 2, 656f.). — Unsicher Σπερθίης m. N. eines Spartaners (Hdt. 7, 134 u. 137; Jacobsohn KZ 38, 294f.).
Page 2,772-773