στίλβων
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
English (LSJ)
οντος, ὁ, name of the planet Mercury, Arist.Mu. 392a26, Eudox.Ars5.10, Cic.ND2.20.53; gen. -ωνος (v.l. -οντος) Plu.2.430a; acc. -ωνα Placit.2.15.4 (στίλβοντα codd.Plu.2.889b), 2.16.7.
German (Pape)
[Seite 943] οντος, ὁ, der Glänzende, gew. der Planet Merkur, Arist. de mund. 2, 8, vgl. Cic. de Nat. D. 2, 20; Plut. u. A.
French (Bailly abrégé)
οντος ou ωνος (ὁ) :
litt. « le brillant », Mercure, ou sel. d'autres, Vénus, planètes.
Étymologie: στίλβω.
Greek (Liddell-Scott)
στίλβων: -οντος, ὁ, ὁ λαμπρός, ὁ λάμπων, ὁ ἀκτινοβόλος, ὄνομα τοῦ πλανήτου Ἑρμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 9, Πλούτ. 2. 430Α, καὶ (κατ’ αἰτ. στίλβωνα) 1029Β, Κικ. Nat. D. 2. 20. II. ἴδε στίλπων.
Greek Monolingual
-οντος και -ωνος και στίλπων, -ωνος, ὁ, Α
(για τον πλανήτη Ερμή) λαμπρός, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω / στιλπνός + επίθημα -ων (πρβλ. στίγων)].