στρουθίον

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθίον Medium diacritics: στρουθίον Low diacritics: στρουθίον Capitals: ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ
Transliteration A: strouthíon Transliteration B: strouthion Transliteration C: strouthion Beta Code: strouqi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of
A στρουθός 1 (little sparrow, sparrow), Anaxandr.7, Arist.HA539b33, 613a29, LXX To.2.10, Ps.10(11).1, al., Ev.Matt.10.29, Gal.6.435; τὸ στρουθίον ἡ συκαλίς Id.15.882; στρουθίν, Glossaria
II στρούθιον, v. στρούθειος ΙΙΙ.

German (Pape)

[Seite 956] τό, 1) dim. von στρουθός, Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N.T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. ῥιζίον, Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ βοτάνη, Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρουθίον -ου, τό, demin. van στρουθός musje.

Russian (Dvoretsky)

στρουθίον:
I τό воробышек, воробей Arst., NT.
II τό струтий (растение с красящим соком) Luc.

English (Strong)

diminutive of strouthos (a sparrow); a little sparrow: sparrow.

English (Thayer)

στρουθίου, τό (diminutive of στρουθός), a little bird, especially of the sparrow sort, a sparrow: Aristotle, h. a. 5,2, p. 539{b}, 33; 9,7, p. 613{a}, 33; the Sept. for צִפּור.) (Cf. Tristram in B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sparrow; Survey of Western Palestine, 'Fauna and Flora,' p. 67f.)

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. στρουθί (II).

Greek (Liddell-Scott)

στρουθίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), σμηκτρὶς βοτάνη, «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου ῥίζα Ἱππ. 571. 54· κλαδίσκοςστέφανος ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται στρούθειον, (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.

Chinese

原文音譯:strouq⋯on 士特魯提按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:燕雀
字義溯源:小麻雀,麻雀;源自(στρουθίον)X*=麻雀)
出現次數:總共(4);太(2);路(2)
譯字彙編
1) 麻雀(4) 太10:29; 太10:31; 路12:6; 路12:7

French (New Testament)

ου (τὸ) moineau ; passereau, petit oiseau
στρουθός