συγκελεύω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
join in ordering, bidding, E.IA892 (troch.), Th.8.31.
German (Pape)
[Seite 967] (s. κελεύω), mit befehlen; Eur. I. A. 892; Thuc. 8, 31.
French (Bailly abrégé)
ordonner ensemble, en même temps.
Étymologie: σύν, κελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κελεύω, Att. ook ξυγκελεύω mede bevelen, het bevel ondersteunen; abs.; met inf. om te.
Russian (Dvoretsky)
συγκελεύω: одновременно или также приказывать: ξυνεκέλευσε καὶ Ἰωνίας ὕπαρχος Thuc. такие же приказания отдал и наместник Ионии; οὐκ ἐῶν ἢ ξυγκελεύων; Eur. запрещая или подтверждая (прежнее) приказание?
Greek (Liddell-Scott)
συγκελεύω: κελεύω ὁμοῦ, κτλ., Εὐρ. Ι. Α. 892, Θουκ. 8. 31.
Greek Monolingual
Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].
Greek Monotonic
συγκελεύω: μέλ. -σω, διατάζω, προστάζω από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.
Middle Liddell
fut. σω
to join in ordering, Eur., Thuc.
Lexicon Thucydideum
una iubere, to order together, 8.31.2.