συγκοινωνία
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
η, ΝΜ συγκοινωνῶ
νεοελλ.
1. η σύνδεση δύο αντικειμένων ή δύο σημείων με τη βοήθεια ενός μέσου, επικοινωνία («συγκοινωνία αγγείων»)
2. η ενέργεια και τα μέσα για τη μετάβαση ή τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε έναν άλλο (α. «αεροπορική συγκοινωνία» β. «σιδηροδρομική συγκοινωνία» γ. «οδική συγκοινωνία» δ. «θα κατέβω στο κέντρο με τη συγκοινωνία»)
3. στον πληθ. οι συγκοινωνίες
(οικον.) η οργανωμένη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων με τη χρησιμοποίηση συγκοινωνιακών μέσων
μσν.
συμμετοχή, μέθεξη.