συμπενθέω

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπενθέω Medium diacritics: συμπενθέω Low diacritics: συμπενθέω Capitals: ΣΥΜΠΕΝΘΕΩ
Transliteration A: sympenthéō Transliteration B: sympentheō Transliteration C: sympentheo Beta Code: sumpenqe/w

English (LSJ)

trans.,
A join in mourning for, τοὺς τεθνεῶτας Isoc.8.87, cf. Lycurg.43.
II intr., mourn together, τινι mourn with one, A.Ch. 199: abs., E.HF1390, D.60.33.

German (Pape)

[Seite 986] mit oder zugleich trauern oder betrauern; Aesch. Ch. 197; Eur. Herc. Fur. 1390; συμπεπένθηκε τῆς οἰκουμένης τὸ πλεῖστον, Dem. 60, 33.

French (Bailly abrégé)

συμπενθῶ :
1 s'affliger en même temps de, acc.;
2 s'associer à un deuil avec, τινι.
Étymologie: σύν, πενθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πενθέω samen rouwen of samen treuren; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμπενθέω: сообща горевать, вместе печалиться (τινι Aesch.): σ. τοὺς τεθνεῶτας Isocr. вместе скорбеть об умерших.

Greek (Liddell-Scott)

συμπενθέω: μεταβατ., πενθῶ σύν τινι, οὐ συμπενθήσονται τοὺς τεθνεῶτας Ἰσοκρ. 176C, Λυκοῦργ. 153. 23. ΙΙ. μεταβ., θρηνῶ ὁμοῦ μετά τινος, ξυμπενθεῖν ἐμοὶ Αἰσχύλ. Χο. 199· ἀπολ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1390, Δημ. 1399. 29.

Greek Monotonic

συμπενθέω: μέλ. -ήσω,
I. μτβ., συμμετέχω στο πένθος για κάτι, τι, σε Ισοκρ.
II. αμτβ., πενθώ, κλαίω, θρηνώ, μοιρολογώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. trans. to join in mourning for a thing, τι Isocr.
II. intr. to mourn together with, τινί Aesch.; absol., Eur.