συμπρεσβευτής

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβευτής Medium diacritics: συμπρεσβευτής Low diacritics: συμπρεσβευτής Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sympresbeutḗs Transliteration B: sympresbeutēs Transliteration C: sympresveftis Beta Code: sumpresbeuth/s

English (LSJ)

συμπρεσβευτοῦ, ὁ, fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβευτής: οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως πρεσβευτής από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.

Lexicon Thucydideum

legationis socius, colleague in an embassy, 1.90.4, 1.91.3.