συμφόρηση
Greek Monolingual
η / συμφόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συ(μ)φόρεση Ν συμφορῶ
νεοελλ.
1. ιατρ. απότομη και υπέρμετρη συσσώρευση αίματος σε μια περιοχή του σώματος, όπου μπορεί να προκληθεί αύξηση του όγκου τών ιστών και αλλοίωση τών λειτουργιών
2. βιολ. κίνηση συλλογικής μεταφοράς, όπως είναι η κίνηση της ομάδας σπερματίδων σε ένα κύτταρο Σπερτολι
3. φρ. α) «ενεργητική συμφόρηση»
ιατρ. συμφόρηση αρτηριακής προέλευσης, που αποτελεί την πρώτη αντίδραση σε μια τοπική προσβολή, λ.χ. λοίμωξη ή κάκωση
β) «παθητική συμφόρηση»
ιατρ. συμφόρηση οφειλόμενη σε παρεμπόδιση της φλεβικής κυκλοφορίας ή σε ατελή κένωση του δεξιού κόλπου της καρδιάς και η οποία εκδηλώνεται με αύξηση του όγκου του οργάνου που αφορά και, στη συνέχεια, με διύδρωση πλάσματος στους γειτονικούς ιστούς
γ) «πνευμονική συμφόρηση» — συμφόρηση που εκδηλώνεται με αμβλύτητα της πάσχουσας περιοχής κατά την επίκρουση και με τρίζοντες ή υποτρίζοντες ρόγχους κατά την ακρόαση και η οποία είναι είτε ενεργητική είτε παθητική
δ) «εγκεφαλική συμφόρηση»
ιατρ. η αποπληξία
μσν.
1. συνδυασμός, ένωση
2. ανάμιξη
αρχ.
1. συσσώρευση
2. σωρός πραγμάτων ή πλήθος ανθρώπων
3. συλλογή («τὰς ἐπιστήμας συμφόρησιν νενομίκαμεν προτάσεων εἶναι», Πλωτίν.).