συναληθεύω

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰληθεύω Medium diacritics: συναληθεύω Low diacritics: συναληθεύω Capitals: ΣΥΝΑΛΗΘΕΥΩ
Transliteration A: synalētheúō Transliteration B: synalētheuō Transliteration C: synalitheyo Beta Code: sunalhqeu/w

English (LSJ)

A to be true together, Arist.Int.19b36, cf. Gal.7.838.
II join in seeking or speaking the truth, Plu.2.53b.

German (Pape)

[Seite 998] mit oder zugleich die Wahrheit reden; Arist. hermeneut. 10; Plut. discr. ad. et amic. 11.

French (Bailly abrégé)

dire également la vérité.
Étymologie: σύν, ἀληθεύω.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰληθεύω:
1 одновременно быть истинным Arst.;
2 совместно стремиться к истине или говорить правду Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰληθεύω: ληθεύω ὁμοῦ, οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 5. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ λέγω ἢ ζητῶ τὴν ἀλήθειαν, Πλούτ. 2. 53Β.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῖς θείαις συναληθεύοντα γραφαῖς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.