συναναλίσκω

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: συναναλίσκω Low diacritics: συναναλίσκω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: synanalískō Transliteration B: synanaliskō Transliteration C: synanalisko Beta Code: sunanali/skw

English (LSJ)

A consume together or likewise, τοὺς λεγομένους ἅλας σ. consume in company the proverbial salt, i.e. live in close companionship, Arist.EN1156b27; ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν σ. D.50.42: metaph., σ. τὸ μεμνῆσθαι τὴν Χάριν Id.1.11.
II help by spending money, X.Mem.2.4.6.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. ἀναλίσκω), mit oder zugleich aufwenden; Xen. Mem. 2, 4, 6; συνανάλωσε Dem. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

1 dépenser ensemble;
2 assister qqn de son argent.
Étymologie: σύν, ἀναλίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰνᾱλίσκω gezamenlijk uitgeven; Aristot. EN 1156b27; de kosten delen. Xen. Mem. 2.4.6.

Russian (Dvoretsky)

συνανᾱλίσκω: (fut. συνανᾱλώσω)
1 вместе расходовать, одновременно тратить (τι Dem.): οὐκ ἔστιν εἰδῆσαι ἀλλήλους πρὶν τοὺς λεγομένους ἅλας συναναλῶσαι Arst. по пословице, (людям) нельзя узнать друг друга прежде, чем они не съедят вместе меру соли;
2 вместе нести расходы, оказывать денежную помощь Xen.

Greek Monolingual

Α
1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον
3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»].

Greek Monotonic

συνᾰνᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω,
I. καταναλώνω, ξοδεύω μαζί ή με συντροφιά, σε Δημ.
II. βοηθώ στην κατασπατάληση ξοδεύοντας κι εγώ χρήματα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, ἀναλίσκω ὁμοῦ ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους ἅλας σ., καταναλίσκω ὁμοῦ τὸ παροιμιῶδες ἅλας, δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς σύντροφος αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν χάριν ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6,

Middle Liddell

fut. -ανᾱλώσω
I. to expend together or in company, Dem.
II. to help by spending money, Xen.