συνδιαιτάομαι
English (LSJ)
Pass.,
A live with or together, Th.2.50, Isoc.15.87, Pl.Lg.929d; μετὰ ἀλλήλων Id.Ti.18b; τινι Plu.Num.4, etc.: abs., keep house together, PMasp.153.14 (vi A.D.): metaph., λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν Ph.1.470; συνδιαιτᾶται ὑπὸ τοῦ περιφύντος πώρου is held together, Gal.18(2).412 (s.v.l.).
II Act. συνδῐαιτάω, decide as διαιτητής together, Poll.8.129, Them.Or.11.146b.
German (Pape)
[Seite 1007] pass., mit, zugleich, zusammen wohnen, leben; von Hunden, Thuc. 2, 50; μετ' ἀλλήλων ξυνδιαιτωμένους ζῆν, Plat. Tim. 18 b, vgl. Legg. XI, 929 d; poet. bei Stob. fl. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
habiter ou vivre avec.
Étymologie: σύν, διαιτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιαιτάομαι, Att. ook ξυνδιαιτάομαι [σύν, διαιτάομαι] samenleven; met dat., met μετά + gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαιτάομαι: жить вместе (μετά τινος Plat. и τινι Plut.): διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι Thuc. благодаря совместной жизни (с людьми).
Greek Monotonic
συνδιαιτάομαι: Παθ., κατοικώ με ή από κοινού, συγκατοικώ, συζώ, συμβιώνω, σε Θουκ., Ισοκρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαιτάομαι: παθ., διαιτῶμαι ὁμοῦ, συγκατοικῶ, Θουκ. 2. 50, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 87, Πλάτ. Νόμ. 929D· μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 18Β· τινι Πλουτ. Νουμ. 4, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. συνδιαιτάω, ἀποφασίζω ὁμοῦ ὡς διαιτητής, Πολυδ. Η΄, 129, Θεμίστ. 146Β.
Middle Liddell
Pass. to dwell with or together, Thuc., Isocr.
Lexicon Thucydideum
una degere, to live together, 2.50.2.