συντυχαίνω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
συντυγχάνω ΝΜΑ τυγχάνω / τυχαίνω]
1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία
2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία
3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει
τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τον γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῦ διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι», Θουκ.)
νεοελλ.-μσν.
συνομιλώ, συζητώ
αρχ.
1. συναντώ κάποιους και εγώ επίσης
2. (αμτβ.) αποβαίνω («εὖ ξυντυχόντων και πόλεως σεσωσμένης», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. β' και ενεστ. ως ουσ. και σπαν. η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συντυχών και ὁ συντυγχάνων
ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε
4. (το ουδ. μτχ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) τὸ συντυχόν
το κακό, το πρόστυχο
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συντυγχάνοντες
οι συναντώμενοι τυχαία
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) τὰ συντυχόντα
οι περιστάσεις.