σχεδιογραφώ

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

και σχεδιαγραφώ Ν
απεικονίζω διάφορα αντικείμενα με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράφω (< -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου].