σύναρχος
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ὁ, partner in office, colleague, Arist.Pol.1287b31, IG5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., v.l. in D.C. 67.15.
German (Pape)
[Seite 1004] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe au pouvoir ; ὁ σύναρχος collègue.
Étymologie: σύν, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύν-αρχος -ου, ὁ collega-bestuurder, ambtgenoot, collega.
Russian (Dvoretsky)
σύναρχος: ὁ соправитель Arst.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].
Greek Monotonic
σύναρχος: -ον, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, συνάρχοντας, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σύναρχος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, μέτοχος ἐν τῷ ἀξιώματι, σύντροφος ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.