τάπα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η, Ν
1. πώμα ιδίως από φελλό ή ξύλο
2. χάρτινο βύσμα κατάλληλο για συγκράτηση της γόμωσης τών εμπροσθογεμών όπλων
3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί καλάθι
4. φρ. α) «έγινε τάπα»
(ενν. στο μεθύσι) έγινε τύφλα στο μεθύσι
β) «του [ή της] έριξε τάπα»
μτφ. τον [ή τήν] αποστόμωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tape].