τέρθρο
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
το / τέρθρον, ΝΑ
ναυτ. το εξώτατο άκρο του κέρατος του επιδρόμου, κν. σήμερα πινό του πικιού
αρχ.
1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.)
2. το τέρμα της ζωής, ο θάνατος
3. (για ασθένεια) κρίση
4. (για βουνό) η κορυφή
5. (κατά τον Ησύχ.) α) «στέγη οικίας»
β) «τὸ ἄκρον τοῦ κέρως»
6. (κατά τον Πολυδ.) «τὸ τῶν παρωτίδων μέχρι κλειδῶν μέρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο), με επίθημα -θρον (πρβλ. βάρθρον). Η λ. με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής» (για τη σημ. της λ. βλ. και λ. τέρμα) χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος της ναυτικής ορολογίας].