τέχνασμα
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything made or done by art, handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar coffin, E.Or.1053; τ. σιδήρου implement of iron, Opp.C.2.174, cf. Semon. (?) in PLit.Lond.53v.9, Hdn. 4.15.2.
II artifice, trick, E.Or.1560, Ar.Th.198, X.HG6.4.7, Ezek.Exag.41.
German (Pape)
[Seite 1102] τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
artifice, machination, ruse.
Étymologie: τεχνάζω.
Russian (Dvoretsky)
τέχνασμα: ατος τό
1 хитрость, ухищрение, выдумка, уловка, Eur., Arph., Xen. etc.;
2 pl. произведение, изделие: κέδρου τεχνάσματα Eur. кедровый гроб.
Greek (Liddell-Scott)
τέχνασμα: τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, ἔργον τέχνης τεχνούργημα, κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, ἐργαλεῖον σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. τέχνημα. ΙΙ. τέχνασμα, ὡς καὶ νῦν, δόλος, Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τεχνάζω / -ομαι]
1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού
2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῦ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.)
αρχ.
καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», Ηρωδιαν.).
Greek Monotonic
τέχνασμα: -ατος, τό (τεχνάζω)·
I. οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, εργόχειρο, κέδρου τεχνάσματα, λέγεται για κέδρινο φέρετρο, σε Ευρ.
II. τέχνασμα, δόλος, στον ίδ., σε Ξεν.
Middle Liddell
τέχνασμα, ατος, τό, τεχνάζω
I. anything made or done by art, a handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar-coffin, Eur.
II. an artifice, trick, Eur., Xen.