τερηδών
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
-όνος, ἡ,
A wood-worm, Ar.Eq.1308, Thphr. HP 5.4.4, Plb. 6.10.3.
2 a grub which infests beehives, larva of the wax-moth, Galleria mellonella (cf. πυραύστης), Arist.HA605b17.
3 a worm in the bowels, Id.Fr.241.
II caries, in the bones, Hp.Morb.2.24, al. (Cf. τετραίνω, Skt. tṛṇatti 'bore through', Lith. trandis 'hairworm, moth'.)
German (Pape)
[Seite 1093] όνος, ἡ (τείρω, τερέω;, 1) der Holzwurm, des. der die Schiffe durchbohrt und annagt, der Schiffswurm, ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσ' ἐνταῦθα καταγηράσομαι, Ar. Equ. 1305, sagt eine Triere. – 2) der Bein- oder Knochenfraß, Medic.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
ver qui ronge le bois, surtout des navires, insecte.
Étymologie: τείρω.
Russian (Dvoretsky)
τερηδών: όνος ἡ
1 жук-древоточец Arph., Plut.;
2 гусеница восковой моли (Galleria mellonella или cereana) Arst.;
3 кишечный червь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τερηδών: -όνος, ἡ, ὁ σκώληξ ξυλοτρώκτης, «ξυλοσκούληκον», Λατ. teredo, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 4. 2) εἶδος κάμπης, «ἐγγίγνονται δὲ καὶ κάμπαι ἐν τοῖς σμήνεσιν, ἃς καλοῦσι τερηδόνας· ἃς οὐκ ἀμύνονται αἱ μέλισσαι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3. 3) εἶδος σκώληκος τῶν ἐντέρων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231. ΙΙ. ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς, Ἱππ. 463. 40, κλπ. (Ἐκ τοῦ τείρω, τετραίνω, τιτράω, οἱονεὶ τρηδών).
Greek Monotonic
τερηδών: -όνος, ἡ (τείρω), σκουλήκι που τρυπάει το ξύλο, Λατ. teredo, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τερηδών, όνος, ἡ, τείρω
the wood-worm, Lat. teredo, Ar.
Mantoulidis Etymological
-όνος (=ξυλοσκούληκο, χάλασμα τῶν δοντιῶν). Ἀπό τό τείρω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.