Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τημελώ

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-έω, Α
φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. τη-μελος / τη-μελη, σχηματισμένου από το θ. τη- του ρ. τηρῶ με επίθημα -μελ-ος / -μελη, πρβλ. θυ-μέλη, πι-μελή (για την εναλλαγή -μ- και -ρ- στους τ. τη-μελῶ και τη-ρῶ πρβλ. κλῆμα: κλῆρος). Ο τ. τημελῶ, εξάλλου, με έναν χωρισμό του επιθήματος -μ-ελ- θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ρωσ. tjamitĭ «φροντίζω» και λιθουαν. tẽmyti(s) «σκέπτομαι, παρατηρώ». Η σημασιολογική συγγένεια του ρ. τημελῶ προς το ρ. μέλομαι έχει οδηγήσει σε διάφορες συνδέσεις τών δύο ρημάτων. Έτσι έχει προταθεί η θεώρηση του ρ. τημελῶ ως παραγώγου του ουσ. τημέλεια, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έχει προέλθει —με ανομοιωτική αποβολή της συλλαβής -λε— από τ. τηλε-μέλεια (< τῆλε + -μέλεια < -μελής < μέλομαι, πρβλ. ἀμέλεια) με σημ. «φροντίδα, σκέψη από μακριά», ενώ άλλοι μελετητές θεωρούν το ρ. τημελῶ προϊόν συμφυρμού δύο αμάρτυρων τ. τημέω (πρβλ. λιθουαν. tẽmytis «σκέπτομαι») και μελέω (< μέλομαι)].