τοξικομανία
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. η «καθ' έξιν» κατανάλωση μιας ή περισσότερων ψυχοτρόπων ουσιών, ικανών να προκαλέσουν κατάσταση σωματικής και ψυχικής εξάρτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicomanie < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + -μανία (< -μανής), πρβλ. και τοξικο-μανής].