τρίπαλαι

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπᾰλαι Medium diacritics: τρίπαλαι Low diacritics: τρίπαλαι Capitals: ΤΡΙΠΑΛΑΙ
Transliteration A: trípalai Transliteration B: tripalai Transliteration C: tripalai Beta Code: tri/palai

English (LSJ)

Adv. long long ago, Ar.Eq.1153, Luc. Lex.2; cf. τετράπαλαι.

German (Pape)

[Seite 1145] adv., sehr lange, vor sehr langer Zeit; Ar. Equ. 1149; Luc. Lexiph. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
très anciennement litt. trois fois anciennement.
Étymologie: τρίς, πάλαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπαλαι [τρι -, πάλαι] adv., al heel lang.

Russian (Dvoretsky)

τρίπᾰλαι: (ρῐ) adv. давным-давно Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπᾰλαι: Ἐπίρρ., ἀπὸ πολλοῦ, τρίπαλαι κάθημαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1153, Λουκ. Λεξιφ. 2· πρβλ. τετράπαλαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από πολύ παλιά, πριν από πολύ χρόνο, («ὦ Δῆμ', ἐγὼ μέντοι παρασκευασμένος τρίπαλαι κάθημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πάλαι.

Greek Monotonic

τρίπᾰλαι: επίρρ., από πολύ πολύ παλιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

long long ago, Ar.