τρισώματος

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισώμᾰτος Medium diacritics: τρισώματος Low diacritics: τρισώματος Capitals: ΤΡΙΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: trisṓmatos Transliteration B: trisōmatos Transliteration C: trisomatos Beta Code: trisw/matos

English (LSJ)

τρισώματον, three-bodied, of Geryon, A.Ag.870; κύων, of Cerberus, E.HF24; τ. ἀλκά, of the Chimaera, Id.Ion 204 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois corps.
Étymologie: τρεῖς, σῶμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισώματος -ον [τρι-, σῶμα] met drie lichamen.

German (Pape)

dreileibig, drei Leiber habend; Γηρυών Aesch. Ag. 844; vgl. Eur. Herc.Fur. 423; von der Chimära, Ion 204; κύων, Herc.Fur. 24.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσώμᾰτος: трехтелый (Γηρυών Aesch.): τ. ἀλκά Eur. = Χίμαιρα.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισώματος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σώματα, τρεις κορμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ἀσώματος].

Greek Monotonic

τρῐσώμᾰτος: -ον, αυτός που έχει τρία σώματα, Λατ. tricorpor, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων τρία σώματα, Λατ. tricorpor, ἐπὶ τοῦ Γηρυόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 24, πρβλ. 1274· τρ. ἀλκά, ἡ Χίμαιρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 204.

Middle Liddell

τρῐ-σώμᾰτος, ον,
three-bodied, Lat. tricorpor, Aesch.

English (Woodhouse)

triple-bodied, with three bodies

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)