τροπέω
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
= τρέπω, turn, ἵπποι ἂψ ὄχεα τρόπεον Il.18.224.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. épq. τρόπεον;
c. τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπέω [τρέπω] ep. voor τρέπω doen omkeren.
German (Pape)
poet. statt τρέπω, wenden, kehren, Il. 18.224.
Russian (Dvoretsky)
τροπέω: эп. (только impf. τρόπεον) = τρέπω.
English (Autenrieth)
(τρέπω): turn about, Il. 18.224†.
Greek Monotonic
τροπέω: ποιητ. τύπος αντί τρέπω, στρέφω, μετατρέπω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
τροπέω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τρέπω, στρέφω, μετατρέπω Ἰλ. Σ. 224.