Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσουκνίδα

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

και τσικνίδα, η, Ν
κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ούρτικα, της οικογένειας ουρτικίδες ή κνιδίδες, του οποίου τα εναέρια τμήματα φέρουν λεπτές κωνικές και κοίλες τρίχες που περιέχουν μυρμηκικό οξύ και προκαλούν τον χαρακτηριστικό έντονο κνησμό όταν έλθουν σε επαφή με το δέρμα ανθρώπου ή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κνίδη «το φυτό τσουκνίδα», σχετικά, όμως, με τον τρόπο σχηματισμού της λ. έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως η αναγωγή της σε τ. ακανθο-κνίδη (< άκανθα + κνίδη) ή, κατ' άλλους, κυνο-κνίδη (< κύων, κυνός + κνίδη), απ' όπου με συγκοπή κυκνίδα και στη συνέχεια τσουκνίδα με τσιτακισμό και τροπή του -υ- σε -ου-. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. τσούχτρα και κνίδη.