υγρότητα
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
η / ὑγρότης, -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, -ατος, ἁ, Α ὑγρός
η ιδιότητα του υγρού, η υγρή κατάσταση
αρχ.
1. μτφ. α) ευκαμψία, ευλυγισία
β) χαλαρότητα, αδυναμία («τοῦ ξίφους... δι' ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», Πλούτ.)
γ) (για πρόσ.) i) ήρεμη ψυχική διάθεση, προσήνεια
ii) αδυναμία χαρακτήρα, υποχωρητικότητα
δ) (για τη φλόγα της φωτιάς) τρομώδης κίνηση, τρεμούλιασμα
2. φρ. «ὑγρότης βίου» — τρυφηλός, ηδυπαθής βίος (Κρωβ.).