φαλιόπους

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλιόπους Medium diacritics: φαλιόπους Low diacritics: φαλιόπους Capitals: ΦΑΛΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phaliópous Transliteration B: phaliopous Transliteration C: faliopous Beta Code: falio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος, white-footed, Id.

German (Pape)

[Seite 1253] ουν, gen. ποδος, weißfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλιόπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων πόδα, λευκόπους, «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φαλιόπουν, λευκόπουν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλιός «λευκός» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λευκό-πους].