φιν
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
Russian (Dvoretsky)
φιν: = -φι.
Greek (Liddell-Scott)
φιν: ἀντὶ σφιν, ἴδε ἐν λέξ. σφεῖς.
English (Autenrieth)
a vestige of several old caseendings, appended to the stem-vowel of the various declensions, (1st decl.) -ηφι, -ῆφι (but ἐσχαρόφι), (2d decl.) -όφι, (3d decl.) -έσφι (but ναῦφι); of persons only in two words, θεόφι, αὐτόφι. The form produced by the suffix may stand for a gen. (ablative), or a dative (instrumental, locative), with or without prepositions.
see φι.
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. ναυτ. μικρό μονόκωπο σκάφος αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουηδ. finn. Στην Ελλ. γλώσσα ο όρος πέρασε μέσω της γαλλ. (πρβλ. και γαλλ. finn)].
Greek Monotonic
φιν: βλ. -φι.