-φι

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Middle Liddell

1. -φι, -φιν, an old term. of dat. for -ῃ, ας, ᾖφι βίῃφι πεποιθώς; for -ῳ, as θεόφιν ἀτάλαντος; also pl., as, ; ναῦφι for ναυσί.
2. of gen., for -ης, as, ἐξ εὐνῆφι; for -ου, as, ἐκ θεόφιν, for -ος, κράτεσφι for κρᾱτός, of the head.

Greek Monolingual

Α
αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως του πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων της α' και γ' κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ-φι (< θ. του λέων, -οντος), pawepi = φαρFεσ-φι (< θ. του φάρος, -ους), kitopi = χιτωμ-φι (< θ. του χιτών, -ῶνος). Το επίθημα απαντά ορισμένες φορές και στον Όμηρο, όπου εξυπηρετεί όλες τις χρήσεις τών πλάγιων πτώσεων ενικού και πληθυντικού, εκτός της αιτιατικής, και επεκτείνεται και στην β' κλίση (πρβλ. θεόφι), από την οποία αποσπάστηκε η μορφή -ό-φι και πέρασε και στις άλλες κλίσεις (πρβλ. ἐσχαρ-ό-φι, κοτυληδον-ό-φι). Κατ' εξαίρεση, τέλος, το επίθημα -φι μαρτυρείται έμμεσα και σε διαλεκτικούς τύπους (πρβλ. αργολ. τ. πατροφιστί και ἐπιπατρόφι-ον < αμάρτυρο τ. πατρόφι].Ετυμολογικά, το -φι(ν) δεν παρουσιάζει δυσχέρειες και δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ως δάνειος τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Αντίθετα, ο τ. μπορεί να αναχθεί στο θ. του ΙΕ τ. bhē / bhō ενός αναφορικού-προσδιοριστικού και βεβαιωτικού μορίου (βλ. και λ. φή) και εμφανίζει τις μορφές -bhi και -bhei. Η μορφή -bhi απαντά και σε τύπους άλλων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. τα: αρχ. ινδ. -bhih, αβεστ. -bis, γαλατικό -bi, δηλωτικά της οργανικής πτώσης, καθώς και τοχαρικό Β' -epi, δηλωτικό της γενικής. Η μορφή -bhei συνδέεται με τον σχηματισμό της προσωπικής αντωνυμίας σφεῖς και απαντά στο μυκηναϊκό pei, που αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τύπο δοτικής σ-φει, παράλληλος του σφι(ν) (πρβλ. και λατ. sibei > sibi), ενώ ακόμη μεγαλύτερη ομοιότητα ως προς την μορφή του -φι(ν) παρουσιάζει ο σπάνιος λακωνικός τύπος δοτικής φιν (βλ. λ. σφεις).