φιτίλι

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι της καντήλας» γ. «φιτίλι της λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα»)
2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή φουρνέλου
3. σιρίτι
4. βύσμα σε τραύμα για την αποχέτευση του πύου
5. μτφ. ραδιουργία, υπονόμευση
6. φρ. «βάζω φιτίλια» — ραδιουργώ, ανάβω έριδες, πυροδοτώ φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. πτίλιον, πιθ. κατ' επίδραση του τουρκ. fitil < αραβ. fatīl].

Translations

wick

Arabic: فَتِيل‎, فَتِيلَة‎; Aramaic Jewish: פְּתִילָא‎, פְּתִילֽתָּא‎, בֹּוצִנָא‎; Syriac: ܦܬܺܝܠܳܐ‎, ܦܬܺܝܠܬܳܐ‎, ܒܽܘܨܝܺܢܳܐ‎; Armenian: պատրույգ; Old Armenian: պատրոյգ, բուծին; Azerbaijani: fitil, piltə; Bashkir: филтә; Belarusian: кнот; Bulgarian: фитил; Catalan: ble, metxa; Chinese Mandarin: 燈心/灯心, 燭心/烛心, 炷; Crimean Tatar: melte; Czech: knot; Danish: væge; Dutch: lont; Esperanto: meĉo; Estonian: taht; Faroese: veikur, rak; Finnish: sydän, sydänlanka; French: mèche, mèche de bougie; Galician: pabío; Ge'ez: ፍትል, ፈትል ሡዕ; Georgian: ფითილი; German: Docht, Dacht, Kerzendocht; Greek: φιτίλι; Ancient Greek: θρυαλλίς, ἐλλύχνιον, ἅπτρα; Hungarian: kanóc; Icelandic: kveikur; Irish: buaiceas; Italian: stoppino, lucignolo; Japanese: 芯, 灯心, ろうそくの芯; Kazakh: білте, пілте; Korean: 심지, 등심; Kumyk: мелте; Kyrgyz: билик; Latin: filum, mergulus, ellychnium; Latvian: dakts; Lithuanian: dagtis; Luhya: olutambi; Macedonian: фитил; Malayalam: തിരി; Middle English: weke, mecche; Nepali: मैनधागो; Norwegian Bokmål: veke; Oromo: fo'aa; Ottoman Turkish: فتیل‎; Persian: فتیله‎, پلیته‎; Plautdietsch: Dacht; Polish: knot, świecidło; Portuguese: pavio, mecha; Romanian: fitil, muc; Russian: фитиль; Serbo-Croatian Cyrillic: фѝтӣљ; Roman: fìtīlj; Slovak: knôt; Slovene: stenj; Somali: dubaalad; Spanish: mecha, pabilo, pábilo; Swahili: utambi, ukope; Swedish: veke; Tagalog: mitsa; Tajik: пилта; Tatar: филтә; Tausug: sumbuhan; Turkish: fitil; Ukrainian: ґніт; Uyghur: پىلىك‎; Uzbek: pilik; Vietnamese: bấc, bấc đèn; Vilamovian: töcht, tȫht; Welsh: pabwyr; Yiddish: קנויט‎