φυλακικός
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
φυλακική, φυλακικόν,
A watchful, careful, Pl.R. 375e, 456a, al.; φυλακικώτατοι πόλεως ib.412c; ἡ φυλακική (sc. τέχνη) ib.428d.
2 disposed to observe, δόγματος ib.412e.
German (Pape)
[Seite 1313] zum Bewachen gehörig, geschickt, Plat. Rep. II, 375 e, u. superl., ἆρ' οὐ φυλακικωτάτους πόλεως αὐτοὺς δεῖ εἶναι, III, 412 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική (ἐπιστήμη) l'art de faire bonne garde;
2 disposé à observer;
Sp. φυλακικώτατος.
Étymologie: φυλακή.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκικός: умеющий нести охрану (τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, ἄγρυπνος, προσεκτικός, ἐπιμελής, Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως αὐτόθι C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) αὐτόθι 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, μετὰ γεν., δόγματος αὐτόθι 412Ε.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φύλαξ, -ακος]
1. αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί κάτι
2. προσεκτικός, πρόθυμος να τηρεί κάτι.
Greek Monotonic
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, επιμελής, προσεκτικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῠλᾰκικός, ή, όν [from φῠλᾰκή]
fitted for watching or guarding, watchful, careful, Plat.