φῖτυ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
τό, poet. for φίτυμα, Ar. Pax 1164 (lyr.), Pherecr. 244, Eup. 49, prob. in Epich. 207.
German (Pape)
[Seite 1290] τό, poet. = φίτυμα; Ar. Pax 1164 καινὸν φῖτυ τῶν βοῶν; Eupol. bei Schol. zu Plat. Critia. 164, 10.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
c. φίτυμα.
Russian (Dvoretsky)
φῖτῠ: τό Arph. = φίτυμα.
Greek (Liddell-Scott)
φῖτυ: τό, ποιητ. ἀντὶ φίτῡμα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1164, Ἀποσπ. παρ’ Εὐστ. 1291. 26, Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 8.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(ποιητ. τ.) φίτυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ-τυ (για το σπάνιο επίθημα -τυ, πρβλ. ἄστυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή bhū της ΙΕ ρίζας bhew- «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. φῡ-τυ με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ι- (πρβλ. μυκηναϊκό iju: ὑιύς, κρητ. τ. του υἱός, πίτυρον πιθ. < πυτυρον). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. φῖτυ έχει σχηματιστεί, μέσω αμάρτυρου φFī-τυ, από την παρεκτεταμένη μορφή bhwī- της ρίζας του ρ. φύω (πρβλ. λατ. fio, filius, λιθουαν. biti «ήταν», λεττον. biju «ήμουν»), η οποία, όμως, δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην Ελληνική, γεγονός που καθιστά την άποψη αυτή λιγότερο πιθανή].
Greek Monotonic
φῖτυ: τό, ποιητ. αντί φίτυμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
poet. for φίτυμα, Ar.]
Frisk Etymology German
φῖτυ: {phĩtu}
Grammar: n.
Meaning: Keim, Sproß (S.Fr. 889, alte Kom.);
Composita: φιτυποίμην m. Pflanzenhüter (A. Eu. 911).
Derivative: Davon φιτύω, Aor. -ῦσαι säen, pflanzen, erzeugen (Trag., Pl.), Med. -ύσασθαι, Fut. -ύσομαι gebären (Hes., A. R., Opp., Mosch.) mit -υμα n. Erzeugnis, Sproß, Sohn (A.Ag.1281, Plu.); Rückbildung φῖτυς m. Erzeuger (Lyk.).
Etymology: Alte Bildung mit τυ-Suffix (Schwyzer 506; vgl. zunächst ἄστυ), nach gewöhnlicher Annahme zu dem in lat. fī-s, fī-t, fī-ō werden, entstehen, altlit. u. dial. 3. Prät. bit(i), byt ‘war(en)’, ags. u. ahd. bis bist und anderen, z.T. kontroversen Formen vorliegenden Verb werden, wachsen; idg. bh(u̯)-ī- neben bhū- in φύω usw. (s.d.), s. WP. 2, 143 f., Pok. 150, W.-Hofmann s. fīō m. weiteren Einzelheiten u. reicher Lit. Angesichts des sonst alleinherrschenden φυ- in φῦλον, φυτόν, φύσις, φῦμα usw. liegt es aber weit näher, mit Curtius 304 in φῖτυ eine dissimilatorische Umbildung von *φῦτυ zu sehen; vgl. die Lit. zu πίτυρα.
Page 2,1021