χαλκοφανής

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοφᾰνής Medium diacritics: χαλκοφανής Low diacritics: χαλκοφανής Capitals: ΧΑΛΚΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: chalkophanḗs Transliteration B: chalkophanēs Transliteration C: chalkofanis Beta Code: xalkofanh/s

English (LSJ)

χαλκοφανές, having the appearance of copper, Dsc.5.74.

German (Pape)

[Seite 1332] ές, vom Ansehen des Erzes oder Kupfers (?).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὴν ὄψιν τοῦ χαλκοῦ, φαινόμενος ὡς χαλκός, Διοσκ. 5. 84.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
χαλκοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. κρυσταλλοφανής, χρυσοφανής].