приводить в порядок
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
Russian > Greek
θεραπεύω, καταρτίζω, συγκοσμέω, διορθόω, ἡμερόω, συντίθημι, ἀκέομαι, κατευτρεπίζω, καταστέλλω, διασκευάζω, ἐγκοσμέω, στοιχίζω, ῥυθμίζω, διαθεσμοθετέω, συγκατακοσμέω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, κατακοσμέω, συγκαταλέγω, ἀρτύνω, διακοσμέω, κατασκευάζω, ἐξασκέω, διευκρινέω, εὐθετίζω, διατάσσω, διατάττω, ὀρθόω, τημελέω, καταρτάω