радостный
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Russian > Greek
ἵλαος, εὔθυμος, φαιδρωπός, γελανής, ἱλαρός, εὔφημος, εὔφαμος, ἀταλός, ἱμερόεις, κεδνός, εὐπρόσωπος, πολυγηθής, πολυγαθής, ἁβρός, τερπνός, χαρτός, εὔφρων, ἐΰφρων, γηθόσυνος, ἄσμενος, εὐγαθής, χαρμόφρων, ἐπιχαρής, εὐφραντός, ἀσπαστικός, εὐγάθητος, εὐφρόσυνος, χαρμόσυνος, χαροποιός, λαμπρός, φανός, φαιδρός, εὐήμερος, εὐάμερος, ἡδύς, ἀνθηρός, ἡδυχαρής