склонять на свою сторону
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Russian > Greek
ἱλάσκομαι, προσλαμβάνω, ἀνακτάομαι, ἐξομιλέω, προμαλάσσω, προμαλάττω, ἰδιοποιέομαι, ἐπιγνάμπτω, καθομιλέω, εὐμενίζομαι, κατεργάζομαι, προσκτάομαι, ἀναλαμβάνω, ὑποικουρέω, μνηστεύω