ἀγάλακτος
English (LSJ)
[γᾰ], ον, (α priv., γάλα)
A giving no milk, Hp.Nat. Puer.30, cf. Call.Ap.52.
2 getting no milk, A.Ag.718.
3 νομαὶ ἀγάλακτοι pastures bad for milch cattle, Gal.6.346.
II (α collect.) = ὁμογάλακτος, Hsch.; also ἀγαλακτοσύνη = συγγένεια, Id.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
I 1destetado λέοντος ἶνιν A.A.718.
2 que no mamó, antes de mamar τυφλὸς ἔην ἀγάλακτος era ciego de nacimiento Nonn.Par.Eu.Io.9.20.
II que no tiene leche γυναῖκες Hp.Nat.Puer.30.
German (Pape)
[Seite 7] (γάλα), milchlos, Hippocr. Aber λέων, Aesch. Ag. 766, deo nicht mehr saugende, von der Mutter getrennte (Schol. ἀπογαλακτισθείς). So ὄϊες Callim. 1, 53; ὕες Poll. 1, 251. – Nonn. τυφλὸς ἔην ἀγ., von der ine burt an, vor dem Saugen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne tète plus.
Étymologie: ἀ, γάλα.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάλακτος: (γᾰ) отнятый от материнской груди (λέοντος ἶνις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλακτος: [γᾰ], ον, (α στερητ., -γάλα) = ἄνευ γάλακτος, μὴ παρέχων γάλα, Ἱππ. 247. 9, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 52. 2) ὁ μὴ θηλάζων γάλα· τῷ τοῦ Ὁρατίου: jam lacte depulsus, ἔθρεψεν δὲ λέοντος ἶνιν δόμοις ἀγάλακτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 718 (Σχόλ. ἀπογαλακτισθέντα). 3) ὁ μηδέποτε θηλάσας· Νόνν. Ἰωάνν. Εὐαγγ. θϳ, 20. 4) νομαὶ ἀγάλακτοι = βοσκαὶ ἀκατάλληλοι πρὸς τροφὴν γαλακτοφόρων ζῴων, Γαλην. ΙΙ. (α ἀθροιστ.) = ὁμογάλακτος· παρ’ Ἡσυχ. ὑπάρχει, «ἀγάλακτος, = ὁμόθηλος», καὶ «ἀγαλακτοσύνη», συγγένεια.
Greek Monotonic
ἀγάλακτος: [γᾰ], -ον (α- στερητικό, γάλα), ελλιπής σε γάλα, αυτός που δεν το παρέχει· αυτός που δεν λαμβάνει καθόλου γάλα, δηλ. αυτός που δεν θηλάζει, το του Ορατ. jam lacte depulsus, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
γάλα
without milk, getting no milk, i.e. taken from the mother's breast, Horace's jam lacte depulsus, Aesch.