ἀμὸς

From LSJ

νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀμὸς: ἢ ἁμὸς [ᾱ], ή, όν, = ἡμέτερος, Λατ. noster, ἀλλ’ ἐν χρήσει τὸ πλεῖστον ἀντὶ τοῦ ἐμὸς ὅταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ τὴν παραλήγουσαν μακράν, Ἰλ. Ζ. 414, Θ. 178: ἰδίως ἐν τῇ Δωρικῇ διαλ. Πινδ. Π. 3. 71., 4. 47, Θεόκρ. 5. 108: Λακων. ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1181: Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2557.12., 3054. 4: Σικελ. 5491.17: - ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ττραγ., Αἰσχύλ. Θ. 417, Χο. 428, Σοφ. Ἠλ. 279, Φιλ. 1314, κτλ. - Προετάθη ὑπό τινων νὰ γράφηται μετὰ δασέος πνεύματος ὅταν σημαίνῃ ἡμέτερος, μετὰ ψιλοῦ δὲ ὅταν τιθῆται ἀντὶ τοῦ ἐμός· ἀλλ’ οὔτε οἱ γραμματικοὶ οὔτε τὰ χειρόγραφα βοηθοῦσιν ἡμῖν εἰς τὸν καθορισμὸν κανόνος τινός. Συγγενεύει πρὸς τὸ ἡμέτερος ὡς τὸ ὑμὸς πρὸς τὸ ὑμέτερος καὶ τὸ σφὸς πρὸς τὸ σφέτερος.