ἀνάνευσις
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
-εως, ἡ, (νέομαι)
A return, revival, LXX Ps.72(73).4, cf. Andronic. Rhod.p.571 M., Hsch.
II upward inclination, Dam. Pr.56.
III upward motion, Ath.Mech.26.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 inclinación, aspiración (del νοῦς) ἀναλύειν δὲ ἐσπούδακε τὸν μερισμὸν τῇ πρὸς τὸ ὅλον ἀνανεύσει Dam.Pr.56.
2 movimiento hacia arriba de la cabeza, Gal.2.456, 460
•uno de los seis movimientos del ariete, Ath.Mech.26.2
•mirada hacia lo alto πρὸς τὸ φῶς ἀ. Dion.Ar.EH M.3.400C.
3 reprobación ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις τῷ θανάτῳ αὐτῶν (los impíos), LXX Ps.72.4.
German (Pape)
[Seite 199] ἡ, Verneinen, Sp. – Bei LXX Ruhe, Erholung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνευσις: -εως, ἡ, (νέομαι) ἐπάνοδος, ἀναβίωσις, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν Ψαλμ. 72. 4. 2) κίνησις πρὸς τὰ ἄνω, Ἀθήν. μηχαν. 6: = ἀνάδυσις ἐν τῷ βαπτίσματι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατάδυσις. ΙΙ. (νεύω) ἄρνησις, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατάνευσις, Εὐστ. Πονημ. 80. 5. ― τὸ πρὸς τὰ ἄνω στρέφειν τὸ ὄμμα: «ἡ πρὸς τὰ θεῖα φῶτα… ἀνάνευσις» Διον. Ἀρεοπ. Οὐρ. Ἱερ. 15, 3. σ. 166.
Greek Monolingual
(II)
ἀνάνευσις (-εως), η (ΑΜ)
ἀνανέω
κίνηση προς τα πάνω
μσν.
η ανάδυση του βρέφους από την κολυμπήθρα
αρχ.
επιστροφή στη ζωή, αναβίωση.