ἀνάνευσις

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάνευσις Medium diacritics: ἀνάνευσις Low diacritics: ανάνευσις Capitals: ΑΝΑΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: anáneusis Transliteration B: ananeusis Transliteration C: ananefsis Beta Code: a)na/neusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (νέομαι)
A return, revival, LXX Ps.72(73).4, cf. Andronic. Rhod.p.571 M., Hsch.
II upward inclination, Dam. Pr.56.
III upward motion, Ath.Mech.26.2.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 inclinación, aspiración (del νοῦς) ἀναλύειν δὲ ἐσπούδακε τὸν μερισμὸν τῇ πρὸς τὸ ὅλον ἀνανεύσει Dam.Pr.56.
2 movimiento hacia arriba de la cabeza, Gal.2.456, 460
uno de los seis movimientos del ariete, Ath.Mech.26.2
mirada hacia lo alto πρὸς τὸ φῶς ἀ. Dion.Ar.EH M.3.400C.
3 reprobación ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις τῷ θανάτῳ αὐτῶν (los impíos), LXX Ps.72.4.

German (Pape)

[Seite 199] ἡ, Verneinen, Sp. – Bei LXX Ruhe, Erholung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάνευσις: -εως, ἡ, (νέομαι) ἐπάνοδος, ἀναβίωσις, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν Ψαλμ. 72. 4. 2) κίνησις πρὸς τὰ ἄνω, Ἀθήν. μηχαν. 6: = ἀνάδυσις ἐν τῷ βαπτίσματι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατάδυσις. ΙΙ. (νεύω) ἄρνησις, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατάνευσις, Εὐστ. Πονημ. 80. 5. ― τὸ πρὸς τὰ ἄνω στρέφειν τὸ ὄμμα: «ἡ πρὸς τὰ θεῖα φῶτα… ἀνάνευσις» Διον. Ἀρεοπ. Οὐρ. Ἱερ. 15, 3. σ. 166.

Greek Monolingual

(II)
ἀνάνευσις (-εως), η (ΑΜ)
ἀνανέω
κίνηση προς τα πάνω
μσν.
η ανάδυση του βρέφους από την κολυμπήθρα
αρχ.
επιστροφή στη ζωή, αναβίωση.