ἀνεμπόδιστος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ἀνεμπόδιστον,
A unhindered, ἐνέργεια Arist.EN1153a15; βίος Pol.1295a37. Adv. ἀνεμποδίστως D.S.1.36, PFlor.370.17 (ii A.D.), Jul.Or.6.193d.
2 not obscured, clear, Procl.Hyp.4.92. Adv. ἀνεμποδίστως ib.88.
II Act., offering no impediment, πρός τι Arist.PA663b11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no obstaculizado, no impedido, libre, ἐνέργεια Arist.EN 1153a15, ἀρετή Arist.Pol.1295a37, φορά Democr.A 162 (= Thphr.CP 2.11.8), ἀναχωρήσεις Plb.10.11.3, ἔργα LXX Sap.17.19, αἰτία Plu.2.568d, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.7.16
•de pers. IGLS 1.129 (Comagene I a.C.).
2 no oscurecido, claro ἀήρ Procl.Hyp.4.92.
II que no estorba de los cuernos de los toros, Arist.PA 663b11.
III adv. -ως
1 sin impedimento, libremente, ilimitadamente ἀνεμποδίστως ἀπολαύοντες D.S.1.36, κινεῖσθαι Hero Aut.26.9, cf. Plot.6.8.6, A.D.Pron.72.25, I.AI 16.172, Corn.ND 15, POxy.2664.8, 2236.27, 2270.7, IFayoum 114.43, Ign.Rom.1.2.
2 claramente Procl.Hyp.4.88.
German (Pape)
[Seite 223] ungehindert, frei, Arist. Nicom. 7, 12, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non empêché, libre.
Étymologie: ἀ, ἐμποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμπόδιστος:
1 не встречающий препятствий, беспрепятственный (ἐνέργεια Arst.);
2 не препятствующий (πρὸς τὴν κίνησιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμπόδιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ὁ ἄνευ ἐμποδίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2, Πολιτικ. 4. 11, 3: - Ἐπιρρ. -τως Διόδ. 1. 36. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μηδὲν ἐμπόδιον ἢ κώλυμα παρέχων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 2, 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεμπόδιστος, -ον)
μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος
αρχ.
εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει.
Greek Monotonic
ἀνεμπόδιστος: -ον (ἐμποδίζω), αυτός που δεν έχει εμπόδιο, ανεμπόδιστος, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἐμποδίζω
unembarrassed, Arist.