ἀνιδίω
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
perspire so that the sweat stands on the surface Id.Ti.74c (prob.).
Spanish (DGE)
transpirar, sudar Pl.Ti.74c.
German (Pape)
[Seite 236] aufschwitzen, daß der Schweiß auf die Oberfläche tritt, Plat. Tim. 74 c, vor Bekk. ἀνιδροῦσαν für ἀνιδίουσαν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῑδίω: покрываться потом Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῑδίω: ἱδρώνω οὕτως ὥστε ὁ ἱδρὼς ἐπιπολάζει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματός μου, θέρους μὲν ἀνιδίουσαν Πλάτ. Τίμ. 74C, Bekk.· κοινὴ γραφὴ ἀνιδρῶσα.
Greek Monolingual
ανιδίω (Α) ιδίω
ιδρώνω, παρουσιάζω εφίδρωση.
Mantoulidis Etymological
(=ἱδρώνω πολύ). Ἀπό τό ἀνά + ἰδίω (=ἱδρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνιδιτί (=χωρίς ἱδρώτα, χωρίς κόπο).