ἀνιδίω

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῑδίω Medium diacritics: ἀνιδίω Low diacritics: ανιδίω Capitals: ΑΝΙΔΙΩ
Transliteration A: anidíō Transliteration B: anidiō Transliteration C: anidio Beta Code: a)nidi/w

English (LSJ)

perspire so that the sweat stands on the surface Id.Ti.74c (prob.).

Spanish (DGE)

transpirar, sudar Pl.Ti.74c.

German (Pape)

[Seite 236] aufschwitzen, daß der Schweiß auf die Oberfläche tritt, Plat. Tim. 74 c, vor Bekk. ἀνιδροῦσαν für ἀνιδίουσαν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῑδίω: покрываться потом Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῑδίω: ἱδρώνω οὕτως ὥστε ὁ ἱδρὼς ἐπιπολάζει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματός μου, θέρους μὲν ἀνιδίουσαν Πλάτ. Τίμ. 74C, Bekk.· κοινὴ γραφὴ ἀνιδρῶσα.

Greek Monolingual

ανιδίω (Α) ιδίω
ιδρώνω, παρουσιάζω εφίδρωση.

Mantoulidis Etymological

(=ἱδρώνω πολύ). Ἀπό τό ἀνά + ἰδίω (=ἱδρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνιδιτί (=χωρίς ἱδρώτα, χωρίς κόπο).