ἀποβλίττω

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλίττω Medium diacritics: ἀποβλίττω Low diacritics: αποβλίττω Capitals: ΑΠΟΒΛΙΤΤΩ
Transliteration A: apoblíttō Transliteration B: apoblittō Transliteration C: apovlitto Beta Code: a)pobli/ttw

English (LSJ)

cut out the comb from the hive: hence, steal away, carry off, ὁ δ' ἀπέβλῐσε θοἰμάτιόν μου Ar.Av.498: aor. Med. ἀπεβλίσατο cj. Reisk. in AP7.34 (Antip. Sid.).

Spanish (DGE)

recoger miel de un panal Hsch.
fig. robar θοἰμάτιόν μου Ar.Au.498.

German (Pape)

[Seite 297] (s. βλίττω), auszeideln, den Honig aus den Bienenstöcken ausschneiden; übertr., θοἰμάτιόν τινος ἀπέβλισε Ar. Av. 498; ὡς ἀπὸ μουσῶν σμῆνος ἀπεβλίσατο Antp. Sid. 79 (VII, 34).

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέβλισα;
exprimer, faire sortir en pressant;
Moy. ἀποβλίττομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, βλίττω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβλίττω: досл. вырезывать пчелиные соты, перен. выкрадывать, воровать (τι Arph.; med. Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλίττω: μέλλ. -βλίσω [ῑ]: ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - ἐντεῦθεν, κλέπτω, ἁρπάζω, ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν, ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.

Greek Monolingual

ἀποβλίττω (Α)
παίρνω την κερήθρα απ' την κυψέλη, κλέβω.

Greek Monotonic

ἀποβλίττω: μέλ. -βλίσω [ῐ], αποκόπτω την κηρήθρα από την κυψέλη· εξού, κλέβω, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to cut out the comb from the hive: hence to steal, Ar.