ἀποτελεσματικός

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελεσμᾰτικός Medium diacritics: ἀποτελεσματικός Low diacritics: αποτελεσματικός Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apotelesmatikós Transliteration B: apotelesmatikos Transliteration C: apotelesmatikos Beta Code: a)potelesmatiko/s

English (LSJ)

ἀποτελεσματική, ἀποτελεσματικόν,
A productive of material objects, τέχνη ἀποτελεσματική, opp. τέχνη θεωρητική and τέχνη πρακτική, S.E.M.11.197: generally, productive, τινός Sor.1.48, Gal.19.475.
II astrologically influential, Ptol. Tetr.90; of astrology or for astrology, λόγος Vett. Val.332.1; ἀποτελεσματική (sc. τέχνη), ἡ, Eust.900.34, Simp. in Ph.293.11; ἀποτελεσματικά, name of a work on astrology by Paul.Al.; οἱ ἀποτελεσματικοί = astrologers, Eust.193.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1productivo, creador τέχνη S.E.M.11.197, τέχναι Sch.D.T.110.33, 445.30, σώματα Gal.19.475, σύμπτωμα ποικίλων ὀρέξεων ἀποτελεσματικόν Sor.35.6.
2 completo, perfecto τῆς τῶν ... προφητείων ἀποτελεσματικῆς συμπληρώσεως Eus.DE 1.1.9.
3 cometido, llevado a término ἁμαρτία μεγάλη Cyr.Al.M.69.833B.
II astrol.
1 relativo a la astrología λόγος Vett.Val.318.28
ἀποτελεσματικά = tratados astrológicos Porph.Plot.15.23, tít. de obras de Ptol., de Paul.Al., de Heliconio, Sud.s.u. Ἑλικώνιος.
2 ἡ ἀποτελεσματική = astrología Fulg.3.10, Simp.in Ph.293.11, Eust.900.34.
3 οἱ ἀποτελεσματικοί = astrólogos Olymp.in Grg.47.3, Eust.900.34.
4 τὰ ἀποτελεσματικά = efectos resultantes de la influencia de los astros Basil.M.29.129C.

German (Pape)

[Seite 330] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. τέχνη, die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελεσματικός: завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты (τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελεσματικός: -ή, -όν, ὁ παράγων ἢ ἔχων ἀποτέλεσμα, τέχνη ἀπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεωρητική, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11.197: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τέλει, ἐπὶ τέλους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 64. 3. ΙΙ. ἀστρολογικῶς, ὁ ἀσκῶν ἐπίδρασιν, Πτολ.: ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀστρολογίαν, τέχνη, ἐπιστήμη Εὐστ. 900.44· ἀποτελεσματικά, ὄνομα συγγράμματος ἀστρολογικοῦ ὑπὸ Παύλου Ἀλεξανδρ.: -κοί, οἱ, ἀστρολόγοι, Εὐστάθ. 193.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποτελεσματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική
η αστρολογία
2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός
ο αστρολόγος
αρχ.
1. παραγωγικός, τελεσφόρος
2. αστρολογικός
3. αστρολ. αυτός που επιδρά σε κάποιον ή κάτι.