ἀπροτίμαστος
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
ἀπροτίμαστον, Ep. for ἀπρόσμαστος, (μαίομαι)
A untouched, undefiled, of Briseis, Il.19.263.
II unapproachable, of Homer, Euph.118.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 no tocado de Briseida, Il.19.263.
2 inalcanzable Ὅμηρος Euph.145.
3 ἀπροτίμαστον· ἀπροσδόκητον Hsch.
German (Pape)
[Seite 340] dor. u. poet. für ἀπρόσμαστος, unangetastet, Il. 19, 263; Euphor. frg. 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non touché, non outragé.
Étymologie: ἀ, προτί=πρός, μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροτίμαστος: нетронутый Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροτίμαστος: -ον, Ἐπικ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἀπρόσμαστος (προσμάσσω), ἄψαυστος, ἄθικτος, ἀμόλυντος, ἀλλ’ ἔμεν’ ἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν, περὶ τῆς Βρισηΐδος, Ἰλ. Τ. 263. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, «οὗ δυσχερὲς ἐφάψασθαι τῆς δυνάμεως», περὶ Ὁμήρου, Εὐφορίων 62.
English (Autenrieth)
(μάσσω): untouched, Il. 19.263†.
Greek Monolingual
ἀπροτίμαστος, -ον (Α)
1. άθιχτος, αμόλυντος
2. απλησίαστος.
Greek Monotonic
ἀπροτίμαστος: Δωρ. αντί ἀ-πρόσμαστος (προσμάσσω), άθικτος, ανέγγιχτος, αμόλυντος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
= ἀπρόσμαστος προσμάσσω
untouched, undefiled, Il.
Translations
unreachable
Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz