ἀσυμπαγής
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ἀσυμπαγές, not compact, Luc.Anach.24.
Spanish (DGE)
-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: ἀ, συμπήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμπᾰγής: досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].
Greek Monotonic
ἀσυμπᾰγής: -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.
Middle Liddell
συμπήγνυμι
not compact, Luc.