ἄλλου

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 107] anderswo, dem ποῦ entsprechend; gew. ist ἀλλαχοῦ; – ἀλλουγέπου, irgend sonst wo.

Spanish (DGE)

adv. en otra parte ἐ[π] ὶ τῷ ἄλλου τὴν κατοικίαν ἔχειν <με> UPZ 161.14 (II a.C.), cf. 160.18 (II a.C.); v. tb. ἄλλει, ἄλλῃ.

Greek Monolingual

επίρρ. (Μ ἀλλοῦ)
1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση
3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση
β) σε άλλο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλούθε].

Greek Monotonic

ἄλλου: επίρρ. ἄλλοσε.

Middle Liddell

= ἄλλοσε