ἐγκαταλαμβάνω

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταλαμβάνω Medium diacritics: ἐγκαταλαμβάνω Low diacritics: εγκαταλαμβάνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: enkatalambánō Transliteration B: enkatalambanō Transliteration C: egkatalamvano Beta Code: e)gkatalamba/nw

English (LSJ)

A catch in a place, hem in, Th.4.116; ἐ. τινὰ ὅρκοις trammel by oaths, ib.19; ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτόν Aeschin.3.60:—Pass., Th.3.33, Arist.Pr.926b31.
II follow in immediate succession, παννυχὶς ἐ. ἑορτήν Aristid.Or.47(23).6, cf.26(14).84; attack immediately after, ἡ ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία [τινὰ] ἐ. Id.47(23).60.

Spanish (DGE)

• Grafía: en pap. frec. graf. ἐνκ-
I 1c. ac. de pers. coger, capturar, apoderarse de ὅσους ἐγκατέλαβε διέφθειρεν Th.4.116, τὸν υἱὸν ἐγκαταλαβὼν ἀπέσφαξε Plu.Mar.35, cf. Pomp.29, I.AI 18.370, en v. pas., de las naves enemigas, Th.3.33, ἐγκαταληφθεὶς καὶ πολλὰ τραύματα λαβὼν ἀπέθανεν X.HG 6.4.32, οἱ δὲ τῶν ἐλεφάντων ἡγεμόνες ἐγκαταλαμβανόμενοι Plu.Pyrrh.26, ἐν αὐταῖς (οἰκίαις) ἐγκαταλαμβανόμενοι Arr.An.6.7.6, ἔθανον λοιμοῦ ν[έ] φει ἐγκαταληφθείς MAMA 9.79 (II d.C.), ὑπὸ τῶν ἱππέων D.C.40.22.3, cf. 39.61.2.
2 medic., de fluidos corporales, etc., en v. pas. ser retenido, ser bloqueado ἐγκαταλαμβανόμενοι (ἰχῶρες) Hp.Epid.2.1.1, cf. Arist.Pr.926b31, Gal.5.117
ser obstruido ἐγκαταλαμβανομένων δὲ τῶν διόδων ὑπὸ τοῦ πώρου Hp.Oss.13.
II fig.
1 comprometer, obligar ὅρκοις ἐγκαταλαμβάνειν comprometer mediante juramentos (al enemigo), Th.4.19, ἐὰν ... ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην Aeschin.3.60.
2 retener, distraer la atención en v. pas. τοῦ μὴ συνεχῶς ἐγκαταλαμβάνεσθαι τοῖς ἀπηγορευμένοις Basil.M.31.956A.
3 sobrevenir, seguir inmediatamente detrás c. ac. ἄκοντες ... ἀλλήλους ἐγκαταλαμβάνουσι lanzas que caían (como lluvia) unas tras otras Aristid.Or.26.84, παννυχὶς ἐγκατειλήφει τὴν ... ἑορτήν Aristid.Or.47.6, c. giro prep. ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία ἐγκατέλαβε Aristid.Or.47.60, sin rég. πρὶν καθαρῶς τὸ πρῶτον κῦμα ... ῥαγῆναι τὸ δεύτερον ἐγκαταλαμβάνει Lib.Or.59.130.
III venir a visitar ἐὰν ῥᾷον ἔχῃς ἐνκατάλαβε ἡμᾶς si estás mejor, ven a nosotros, PMich.624.7 (VI d.C.), cf. quizá PVarsov.28.6 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 705] (s. λαμβάνω), darin fassen, einschließen; Thuc. 4, 116; ὅρκοις 4, 19, dadurch fesseln; von Heeren, abschneiden, umzingeln, Thuc. 5, 3; – bes. pass., 3, 33 u. oft; πολλοὶ ἐγκατελήφθησαν, in der eroberten Stadt, Aesch. 2, 15; auch ἐὰν αὐτὸς ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην, 3, 60.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαταλήψομαι;
1 prendre dans, surprendre dans;
2 enfermer, cerner ; fig. THC obliger, astreindre qqn par des serments.
Étymologie: ἐν, καταλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταλαμβάνω: (fut. ἐγκαταλήψομαι)
1 схватывать, захватывать (αἱ νῆες ἐγκαταληφθεῖσαι Thuc.; ἐγκαταλαμβανόμενοι παρέδωκαν ἑαυτούς Plut.);
2 связывать, обязывать (κατ᾽ ἀνάγκην ὅρκοις τινά Thuc.);
3 ставить в безвыходное положение, припирать к стене, т. е. изобличать (τινά Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, περιορίζω, ἐξαναγκάζω δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.

Greek Monolingual

ἐγκαταλαμβάνω (Α)
1. περικυκλώνω
2. συλλαμβάνω, πιάνω
3. περιορίζω με όρκο
4. ακολουθώ με άμεση διαδοχή
5. προσβάλλω αμέσως μετά.

Greek Monotonic

ἐγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ένα μέρος, κάνω κυκλωτική κίνηση, σφίγγω τον κλοιό, σε Θουκ.· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, περιορίζω, εξαναγκάζω με όρκους, σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to catch in a place, to hem in, Thuc.; ἐγκ. τινὰ ὅρκοις to trammel by oaths, Aeschin.

Lexicon Thucydideum

deprehendere, to catch, detect, 4.116.1,
PASS. 3.33.5, 4.8.9, [vulgo commonly ἐγκαταλειφθ.] 4.35.2, 4.39.2, [vulgo commonly ἐγκατελείφθη]. 5.3.1, 7.24.2, [vulgo commonly ἐγκατελείφθη]. 7.30.2, [nonnulli codd. several manuscripts ἐγκαταλειφθὲν],
obstringere, to bind, 4.49.2.