ἐκθνήσκω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
German (Pape)
[Seite 760] (s. θνήσκω), im Sterben liegen, versterben, Soph. Tr. 565; ohnmächtig werden, wie todt daliegen, τόν τε ἐκτεθνεῶτα καὶ τὸν ὄντως τεθνηκότα Plat. Legg. XII, 959 a; ἀφιεμένου ἔξω αἵματος πλείονος μὲν ἐκθνήσκουσι, πολλοῦ δ' ἄγαν ἀποθνήσκουσιν Arist. H. A. 3, 19; τὸν ἁψάμενον λιποθυμεῖν καὶ ἐκθνήσκειν τὰ πρῶτα, εἶτα μέντοι καὶ ἀποθνήσκειν Ael. H. A. 8, 7; – γέλῳ ἔκθανον, sie wollten vor Lachen sterben, lachten sich halb todt, Od. 18, 99, wie Sp., z. B. Alciphr. 3, 66; γέλωτι ἐκθανούμενος Men. Plut. ad. et am. 20 nach Mein.; ὑπ' αἰδοῦς Luc. pro lapsu inter salt. 8; ἐπὶ τῷ πράγματι bei Ath. 342 f. – Erst bei D. Cass. 48, 37 u. a. Sp. = sterben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθνήσκω: μέλλ.: -θᾰνοῦμαι: ἀόρ. ἐξέθᾰνον: - γίνομαι ὡς ἀποθαμμένος, σχεδὸν ἀποθνήσκω, γέλῳ (ἀντὶ γέλωτι) ἔκθανον «ἀπέθανον ἀπὸ τὰ γέλια», Ὀδ. Σ. 100 (ὡς παρὰ Τερεντίῳ, risu emori) γέλωτι … ἐκθανούμενος Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 2· ὁρῶντες ἐξέθνησκον ἐπὶ τῷ πράγματι Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 7· ὑπὸ γέλωτος ἐκθ. Πλούτ. 2. 54C· μικροῦ ἐξέθανον ὑπὸ τοῦ δέους, παρ’ ὀλίγον ν’ ἀποθάνω ἐκ τοῦ φόβου, Λουκ. Ἱκαρομ. 23, κτλ. 2) πίπτω εἰς λιποθυμίαν ὁμοίαν θανάτῳ, λιποθυμῶ, ἐξέθανον, ὥστε τεθνάναι δοκέειν Ἱππ. 1153Ε· ἀντίθετον τῷ ὄντως τεθνηκέναι Πλάτ. Νόμ. 959Α· καὶ τῷ ἀποθνήσκειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8 πρβλ. Προβλ. 33. 9: - οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 568 (ἂν καὶ ὁ Νέσσος ἀληθῶς ἀπέθνησκε) τὸ ἐκθνήσκων δύναται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη του σημασίαν, λιποθυμῶν θανασίμως, πλησιάζων νὰ ἀποθάνῃ. 3) νεκροῦμαι, καὶ φλεγμαῖνον ἐκτέθνηκεν Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. τρωμ. 911. ΙΙ. μεταγεν. = ἀποθνήσκω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Δίων Κ. 48. 37.
English (Autenrieth)
only aor. ἔκθανον γέλῳ, died a-laughing, Od. 18.100†.
Greek Monolingual
ἐκθνῄσκω (Α)
1. βρίσκομαι κοντά στον θάνατο
2. βρίσκω τον θάνατο, θανατώνομαι
3. (για μέλος του σώματος) απονεκρώνομαι
4. λιποθυμώ
5. πεθαίνω από υπερβολική χαρά ή λύπη
6. φοβάμαι κάτι.
Middle Liddell
fut. -θᾰνοῦμαι aor2 ἐξέθᾰνον
1. to die away, γέλῳ (for γέλωτἰ ἔκθανον were like to die with laughing, Od.
2. to be in a death-like swoon, be at the point of death, Soph.