ἐκκλησιαστής
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ἐκκλησιαστοῦ, ὁ, member of the ἐκκλησία, Pl.Grg. 452e, Ap.25a, Arist.Pol.1275a26, Rh.1354b7.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1 miembro de la asamblea ἐν ἐκκλησίᾳ ἐκκλησιασταί Pl.Grg.452e, cf. Ap.25a, Arist.Pol.1275a26, Rh.1354b7, Antiph.198, D.H.Lys.9.2, IG 4.853.23 (Metana I d.C.), Luc.Nec.19, Tim.36, πολείτην ἐκκλησιαστὴν τῆς ... πόλεως IWKil.Mitford 10a.4 (imper.), ἐπιδεδωκότα διανομὰς ... βουλευταῖς τε καὶ ἐκκλησιασταῖς SEG 19.835 (Pisidia, imper.), cf. ISelge 17.20 (II/III d.C.).
2 como trad. del lat. contionator, el que arenga a la asamblea, agitador, demagogo, Anecd.Helu.242.6, Gloss.2.290.
II crist.
1 el que reúne o el que congrega a los fieles οἱ πάντες γενήσονται ὑφ' ἑνὶ ... ἐκκλησιαστῇ de Cristo, Gr.Nyss.Hom.in Cant.198.1.
2 cristiano Prud.Perist.10.43.
German (Pape)
[Seite 763] ὁ, der einer Volksversammlung beiwohnt, Plat. Apol. 25 a u. A.; der Redner in der Volksversammlung, Arist. rhet. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 membre de l'assemblée du peuple;
2 orateur dans l'assemblée du peuple.
Étymologie: ἐκκλησία.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλησιαστής: οῦ ὁ
1 член экклесии, экклесиаст Plat., Arst., Luc.;
2 оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος τῆς ἐκκλησίας, Πλάτ. Γοργ. 452Ε, Ἀπολ. 25Α, κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκκλησιαστής)
τίτλος βιβλίου της ΠΔ πού θεωρείται έργο του Σολομώντος
αρχ.
μέλος της εκκλησίας του δήμου.
Greek Monotonic
ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος της ἐκκλησίας, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐκκλησιαστής, οῦ, [from ἐκκλησία
a member of the ἐκκλησία, Plat.